- συμπερασματικός
- -ή, -ό / συμπερασματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συμπέρασμα, -ατος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμπέρασμανεοελλ.1. αυτός που διατυπώνεται με τη μορφή συμπεράσματος («συμπερασματικές κρίσεις»)2. φρ. α) «συμπερασματικοί σύνδεσμοι» — σύνδεσμοι που εκφράζουν συμπέρασμα και οι οποίοι είναι: ως και ώστεβ) «συμπερασματικές προτάσεις»γραμμ. δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις οι οποίες δηλώνουν το αποτέλεσμα τής ενέργειας που περιέχεται στο ρήμα τής προσδιοριζόμενης πρότασης, αλλ. αποτελεσματικές προτάσεις ή προτάσεις ακολουθίαςαρχ.αυτός που περιέχει το συμπέρασμα συλλογισμού («ὅρος συμπερασματικός», Ασπάσ.).επίρρ...συμπερασματικώς / συμπερασματικῶς ΝΜΑ, και συμπερασματικά Νκατά τρόπο συμπερασματικό.
Dictionary of Greek. 2013.